γυριστός — ή, ό καμπυλωτός, κυκλοειδής: Κρατούσε το γυριστό πόμολο της πόρτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόγυρος — ο κ. απογύρι, το κ. γυριά, η [γύρος] Ι. 1. γύρος, βόλτα 2. γυριστός δρόμος, λοξοδρομία 3. συζήτηση με υπαινιγμούς και περιστροφές («κάνεις γύρους κι απόγυρους για να μπεις στο θέμα») II. επίρρ. απόγυρα 1. όχι κατευθείαν 2. έμμεσα … Dictionary of Greek
γυριστάρι — το [γυριστός] 1. λαβή τής ποιμενικής ράβδου η οποία είναι ημικυκλικά κεκαμμένη 2. λαβή με την οποία συστρέφεται χειροκίνητος φορητός μύλος … Dictionary of Greek
επίκαμπτος — ἐπίκαμπτος, ον (Α) [επικάμπτω] επικαμπής, κυρτός, γυριστός … Dictionary of Greek
επίστροφος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιφίτου. Ο Όμηρος αναφέρει πως έλαβε μέρος με 40 πλοία των Φωκαέων στην εκστρατεία της Τροίας. 2. Γιος του Μακιστέα. Ήταν σύμμαχος των Τρώων, επικεφαλής των Αλιζώνων ή Αλαζώνων. 3. Γιος του Εύηνου, αδελφός… … Dictionary of Greek
επικαμπής — ές (AM ἐπικαμπής) [επικάμπτω] καμπύλος, γωνιώδης, κυρτός, γυριστός αρχ. 1. ευλύγιστος. επίρρ... ἐπικαμπῶς (AM) καμπυλωτά, κυρτά … Dictionary of Greek
καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… … Dictionary of Greek
καμψός — καμψός, ή, όν (Α) γαμψός, γυριστός, καμπύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω, πιθ. κατ αναλογία προς το γαμψός] … Dictionary of Greek