γυριστός

γυριστός
-ή, -ό (Μ γυριστός, -ή, -όν)
1. θολωτός
2. περιστροφικός
νεοελλ.
1. κεκαμμένος, κυρτός, καμπύλος
2. ελικοειδής, στριφτός
3. «γυριστό κλειδί» — αγκύλιο αλυσίδας με άξονα που επιτρέπει την ελεύθερη περιστροφή της χωρίς να προκαλούνται συστροφές
4. το θηλ. ως ουσ. η γυριστή
η ανέμη
5. το ουδ. ως ουσ. το γυριστό
θολοειδής λιθοδομία
6. (πληθ. ουδ ως ουσ.) τα γυριστά
είδος γλυκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *γυρίζω < γύρος. (Ο μαρτυρούμενος τ. γυρίζω είναι νεώτερος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γυριστός — ή, ό καμπυλωτός, κυκλοειδής: Κρατούσε το γυριστό πόμολο της πόρτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόγυρος — ο κ. απογύρι, το κ. γυριά, η [γύρος] Ι. 1. γύρος, βόλτα 2. γυριστός δρόμος, λοξοδρομία 3. συζήτηση με υπαινιγμούς και περιστροφές («κάνεις γύρους κι απόγυρους για να μπεις στο θέμα») II. επίρρ. απόγυρα 1. όχι κατευθείαν 2. έμμεσα …   Dictionary of Greek

  • γυριστάρι — το [γυριστός] 1. λαβή τής ποιμενικής ράβδου η οποία είναι ημικυκλικά κεκαμμένη 2. λαβή με την οποία συστρέφεται χειροκίνητος φορητός μύλος …   Dictionary of Greek

  • επίκαμπτος — ἐπίκαμπτος, ον (Α) [επικάμπτω] επικαμπής, κυρτός, γυριστός …   Dictionary of Greek

  • επίστροφος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιφίτου. Ο Όμηρος αναφέρει πως έλαβε μέρος με 40 πλοία των Φωκαέων στην εκστρατεία της Τροίας. 2. Γιος του Μακιστέα. Ήταν σύμμαχος των Τρώων, επικεφαλής των Αλιζώνων ή Αλαζώνων. 3. Γιος του Εύηνου, αδελφός… …   Dictionary of Greek

  • επικαμπής — ές (AM ἐπικαμπής) [επικάμπτω] καμπύλος, γωνιώδης, κυρτός, γυριστός αρχ. 1. ευλύγιστος. επίρρ... ἐπικαμπῶς (AM) καμπυλωτά, κυρτά …   Dictionary of Greek

  • καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… …   Dictionary of Greek

  • καμψός — καμψός, ή, όν (Α) γαμψός, γυριστός, καμπύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτω, πιθ. κατ αναλογία προς το γαμψός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”